γουρλής

γουρλής
ο
θηλ. -ού αυτός που φέρνει γούρι, τυχερός (αντίθ. γουρσούζης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γουρλής — λού και λίδισσα, λίδικο αυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu] …   Dictionary of Greek

  • γουρλίδικος — και γουρλίτικος, η, ο [γουρλής] ο γουρλής …   Dictionary of Greek

  • καλόπραγος — η, ο 1. αυτός που πράττει τα καλά, τα δίκαια, που έχει καλούς τρόπους 2. αυτός που φέρνει το καλό, τυχερός, γουρλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγος (< πράττω), πρβλ. πολύ πραγος] …   Dictionary of Greek

  • γουρλίδικος — η, ο ο γουρλής: Το προποτζίδικο της γειτονιάς μου είναι γουρλίδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουρσούζης, -α, ικο — και γρουσούζης, α, ικο αυτός που έχει ή φέρνει κακοτυχία (αντίθ. γουρλής):Το αυτοκίνητο που αγόρασα ήταν γουρσούζικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χερικό — το 1. φρ., «Kάνω χερικό», κάνω την πρώτη αρχή εργασίας, πώλησης κ.ά. 2. φρ., «Έχω καλό (κακό) χερικό», είμαι (ή δεν είμαι) γουρλής. 3. φρ., «Tου βάζω χερικό», αρχίζω να τον κατασπαταλώ, ή αρχίζω να τον δέρνω ή να τον βρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”